Τετάρτη 14 Μαΐου 2014

Μία προσωπική αθηναϊκή ιστορία στην πλατεία Κυριακού...



Μια πολύ σύντομη και πολύ ανθρώπινη ιστοριούλα, απ’ αυτές που δεν σημαίνουν μάλλον τίποτε για τον κόσμο αλλά διαμορφώνουν την ψυχή ενός μικρού παιδιού. Και η ιστορία  βασίζεται σε μια απλή, μικρή, ασπρόμαυρη φωτογραφία "του δρόμου" όπως τις λέγανε τότε. 
Του
Δημ. Κωνσταντάρα
Την ήξερα αυτή τη φωτογραφία. Εγώ, περήφανος τρίχρονος και ξανθός πιτσιρικάς με την καινούργια μου, φουσκωτή μπάλα, με τη μαμά μου (δεξιά), τον μπαμπά μου, πανέμορφο με το κοστούμι του και την (από τότε) "σινιέ" γραβάτα του. Ήταν και η μεγάλη αδελφή του μπαμπά, η θεία Σάσα Κωνσταντοπούλου, γυναίκα του πασίγνωστου - στις δεκαετίες '50 και ΄60) αρθρογράφου Σάββα Κωνσταντόπουλου  που από παλιός αριστερός, έδωσε στήριξη στον Γεώργιο Παπαδόπουλο το 1968 με τον "Ελεύθερο Κόσμο". 
Τότε, εκείνα τα χρόνια, που όλες οι εφημερίδες έγραφαν τα ίδια λόγω της λογοκρισίας και εγώ είχα μόλις μπει στο Πανεπιστήμιο και προσπαθούσα να καταλάβω τι συνέβαινε γύρω μου, ο θείος Σάββας ήταν ο άνθρωπος που μού έδωσε την πρώτη μου δουλειά στην εφημερίδα και με έκανε δημοσιογράφο, τοποθετώντας με στο τμήμα Εξωτερικών Ειδήσεων γιατί - όπως μου είπε:  "μην ανακατευτείς με τα πολιτικά. Μπορεί αργότερα να το μετανιώσεις".  Και είχε δίκιο. Απόλυτα δίκιο. 
Ωστόσο, ο ίδιος άνθρωπος, δεν μου ξαναμίλησε μέχρι το θάνατό του όταν έφυγα από την εφημερίδα του το 1974, αμέσως μετά  την πτώση της χούντας και πήγα στην "Καθημερινή" της Ελένης Βλάχου. Είχε δίκιο να με βάλει στα Διεθνή. Μου έδωσε δουλειά , με έκανε δημοσιογράφο αλλά με άφησε έξω από τον κίνδυνο να... χαρακτηριστώ.
Του είμαι ευγνώμων και για τα τρία:
Το γιατί δεν μου ξαναμίλησε αφού ο ίδιος με είχε "προστατεύσει", δεν το κατάλαβα ποτέ. Περίμενα ότι θα είχε ευχαριστηθεί που η παλιά του φίλη, η Ελένη Βλάχου, με είχε ζητήσει.
Αγνοούσα εδώ και πολλά χρόνια πού βρίσκεται η φωτογραφία. Την βρήκε - δεν ξέρω πως και από που- ο κ. Αλέξης Αλεξούδης, από τη Νέα Σμύρνη και είχα την καλοσύνη και την ευγένεια να μού τη στείλει. Θυμάμαι μιαν αφήγηση της μαμάς μου για τη φωτογραφία: 
Ήταν ήδη χωρισμένη από τον πατέρα μου, για τους δικούς τους λόγους, εκείνος είχε φύγει από το σπίτι, έμενε αλλού, εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα αλλά ερχόταν συχνά να με δει, αρκετές φορές με την αδελφή του, τη "θεία Σάσα" και είχαμε πάει στην Πλατεία Κυριακού βόλτα όπου μου είχε αγοράσει τη μπάλα και είχαμε βγάλει τη φωτογραφία σε ένα πλανόδιο φωτογράφο μ’ εκείνες τις τεράστιες, "στημένες" σε τρίποδο μηχανές. 
Εγώ επέμενα να πάμε στη Φωκίωνος Νέγρη για να παίξω, ο μπαμπάς "είχε δουλειά", η θεία Σάσα έμεινε μαζί μας και πήγαμε και οι τρεις στη Φωκίωνος όπου καθώς  έπαιζα, η μπάλα μού ξέφυγε, την πήρε ο αέρας και πήγε και "καρφώθηκε" σ’ ένα κάγκελο.  Έκλαιγα όλη μέρα. Και τελικά, ήρθε ένα πρωί ο μπαμπάς μου στο σπίτι μας, στην Αγαθουπόλεως 31  και μού ‘βαλε μέσα στο δωμάτιό μου από ένα μπαλκονάκι  που "έβλεπε" τον δρόμο, τρεις παρόμοιες μπάλες δεμένες με σπάγκο! Κοιμόμουνα τρεις μέρες με τις μπάλες στο κρεββάτι μου. Και ήταν τότε που ρώτησα τη μαμά μου γιατί ο μπαμπάς δεν έρχεται στο σπίτι. Και  τότε που έμαθα ότι "ο μπαμπάς δεν θα ξανάρθει στο σπίτι". Δεν ήμουν ακόμα 4 χρόνων…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου